Αντρικό ΜπάσκετΜπάσκετ

Νίκος Παπαρέγκας εφ’ ολης της ύλης στο AllStar – αναλυτικά η συνέντευξη

Με αφορμή την άνοδο και επιστροφή του μπασκετικού Ηρακλή στην Α1, το ελληνικό μηνιαίο μπασκετικό περιοδικό ALLSTAR κάνει ένα μίνι αφιέρωμα στον γηραιό, με μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη με τον Νίκο Παπαρέγκα αλλά και μια αφίσα μεγέθους Α3 από την αναμνηστική φωτογραφία ανόδου στην Καρδίτσα.

Αναδημοσιεύουμε την συνέντευξη του Νίκου Παπαρέγκα στον Βασίλη Βλαχόπουλο.

Aντικειμενικά, η περίπτωση του Νίκου Παπαρέγκα χρήζει διερεύνησης, καθότι, επί σειρά ετών, συμπεριλαμβάνεται στους κορυφαίους παίκτες της Α2, αλλά τα παρκέ της GBL Basketleagueν δεν τον έχουν δει ποτέ, και το ακόμη σπουδαιότερο βρίσκεται στο γεγονός ότι επρόκειτο για συνειδητές αποφάσεις που έλαβε ο ίδιος και δεν ήταν συνέπεια έλλειψης επιλογών. Φέτος, για παράδειγμα, ήταν εκ των πρωταγωνιστών του Ηρακλή στην εντυπωσιακή και συνάμα ιστορική επάνοδο του «Γηραιού» στη φυσική θέση του, καθώς εκεί που… τα κάστανα ήταν στη φωτιά, αυτός τα έβγαλε με γυμνά χέρια έχοντας 14,5 πόντους κατά μέσο όρο, με ποσοστό 50% από μακρινή απόσταση στα παιχνίδια που έκριναν την άνοδο -στο Φάιναλ Φορ της Καρδί τσας- απέναντι σε Κόροιβο Αμαλιάδας και Μεγαρίδα. Προφανώς πρόκειται για έναν σεσημασμένο σουτέρ, αν και στη διάρκεια της συζήτησης μαζί του επιχειρηματολόγησε επί της διαφοράς μεταξύ των σουτ. Κοινώς, δεν είναι όλα ίδια και οι μετρ του είδους προφανώς θα καταλάβουν καλύτερα από… την αφεντιά μου. Πηγαίνοντας στο «παρασύνθημα», ξεκίνησε την πορεία του στον Αριστοτέλη Επανωμής, ένα παραθαλάσσιο χωριό λίγα χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, γνωστό για τις ψαροταβέρνες του και τους αμπελώνες. Μπαίνοντας στην προεφηβική ηλικία, συνάντησε τον ξακουστό «Νικόλ» – «Δημήτριος Νικολαΐδης» γράφει η αστυνομική ταυτότητά του- έναν από τους κορυφαίους «μπασκετανθρώπους» στην Ελλάδα, καθώς στα δικά του χέρια άνθισαν ένα σωρό λουλούδια του αθλήματος σαν τον Δημήτρη Διαμαντίδη, τον Λάζαρο Παπαδόπουλο κι άλλους. Η συνάντησή τους έγινε στα εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη και μια στιγμή θα παραμείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του.

«Παίζαμε στο Πανελλήνιο Εφήβων κι έπρεπε στην τελευταία αγωνιστική να νικήσουμε τον Παναθηναϊκό με διαφορά τουλάχιστον δέκα πόντων για να κατακτήσουμε τον τίτλο. Βλέπαμε τον Δημήτρη Νικολαΐδη με δέος, γνωρίζοντας ασφαλώς την πορεία του στο χώρο και τους παίκτες που είχε βγάλει. Θυμάμαι ότι πριν από το παιχνίδι μας είπε “ό,τι κι αν γίνει, να ξέρετε ότι σας αγαπώ πολύ γι’ αυτό που μου προσφέρατε” και δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Ένας τόσο σπουδαίος άνθρωπος με τόσο μεγάλη προσφορά, απευθύνθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο σε μας. Όλη τη χρονιά μας είχε… με το καρότο και το μαστίγιο κι εκείνη τη στιγμή εξωτερίκευσε τον συναισθηματικό χαρακτήρα του», θυμήθηκε.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των δώδεκα χρόνων επαγγελματικής καριέρας, ήταν στην Α2 και στη Β΄ Εθνική. Πανιώνιος, Καβάλα, Φιλαθλητικός, Τρίτωνας, Κόροιβος Αμαλιάδας, ολίγον Μεγαρίδα και Ηρακλής. Τη σεζόν 2021-22 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία και μετά από ένα καλοκαίρι στη διάρκεια του οποίου βρέθηκε κοντά στην Basketleague αλλά στο τέλος είπε… «συγνώμη, δεν θα πάρω» κι αντί για κάτοικος στον «κάμπο», προτίμησε τα ορεινά της Πελοποννήσου.

«Σε αυτό το διάστημα είχα προτάσεις από την Α1, αλλά ο αγωνιστικός ρόλος σε συνδυασμό με οικογενειακούς λόγους έπαιξαν ρόλο στις αποφάσεις μου. Πάντα θέλω να είμαι σε μια ομάδα η
οποία θα με υπολογίζει. Δεν με γοητεύει το στυλ του “έλα εδώ να δοκιμάσεις και βλέπουμε”. Δεν ήθελα λοιπόν να πάω κάπου για να έχω συμπληρωματικό ρόλο. Δεν είναι θέμα αθλητικού εγωισμού. Σίγουρα δεν θα ευχαριστιόμουν αυτό που κάνω, και για μένα αυτό είναι το σπουδαιότερο, γιατί σου δίνει κίνητρο στην καθημερινότητά σου. Δεύτερον, εκτιμώ ότι ο συμπληρωματικός ρόλος δεν θα με βοηθούσε στην εξέλιξή μου», είπε εξηγώντας το σκεπτικό του και μπήκε σε λεπτομέρειες. «Πριν πάω στον Κόροιβο Αμαλιάδας είχα κάνει προετοιμασία με τη Λάρισα, η οποία εκείνη τη σεζόν έκανε καταπληκτική πορεία, φτάνοντας στα ημιτελικά του Πρωταθλήματος. Όταν φτάσαμε στο σημείο ουσιαστικής συζήτησης, μου είπαν ότι δεν θα ήταν σίγουρη η παρουσία μου στην εξάδα των Ελλήνων. Στην ηλικία που ήμουν (27 ετών), δεν θα μπορούσα να το δεχθώ. Επέλεξα τον Κόροιβο, γιατί θέλω να έχω πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ομάδα και να αναλαμβάνω ευθύνες. Δεν μετάνιωσα για εκείνη την απόφασή μου, κι ας έκανε εξαιρετική πορεία η Λάρισα. Θεωρώ ότι εκείνη τη χρονιά βελτιώθηκα ως παίκτης».

«Καλή η Α1 αλλά με τον σωστό τρόπο»

Φέτος, η περίπτωση του Νίκου Παπαρέγκα ενδέχεται να «κουμπώσει» δίπλα σ’ αυτή του Βαγγέλη Μαργαρίτη. Ο τελευταίος, άλλοτε εμβληματικός αρχηγός του ΠΑΟΚ και νυν μάνατζερ του δικεφάλου, αγωνίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη κατηγορία στα 30 plus. Την 31η Ιουλίου, ο Παπαρέγκας θα σβήσει 31 κεράκια στη γενέθλια τούρτα και δεν αποκλείεται η σεμνή τελετή να τον βρει σε ομάδα της μεγάλης κατηγορίας. «Προφανώς θέλω να παίξω στην Α1, αλλά πρέπει να γίνει με τον σωστό τρόπο. Δεν κατακρίνω τη λογική των ομάδων οι οποίες σχηματίζουν μια εξάδα ξένων και μια αντίστοιχη Ελλήνων και διαθέτουν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους στην πρώτη. Θα προτιμήσουν να κάνουν λάθος μ’ αυτούς για τους οποίους έχουν πληρώσει τα περισσότερα. Οι προπονητές, επίσης, θα επενδύσουν περισσότερο στους ξένους παίκτες. Όλα είναι ζήτημα απόφασης και επιλογής. Στη Λάρισα, θα μπορούσα να είχα σταθεί τυχερός, να έκανα τρία-τέσσερα καλά παιχνίδια και όλα να ήταν διαφορετικά. Εκείνο το διάστημα σπούδαζα πληροφορική στην Πάτρα και σε περίπτωση που πήγαινα στη Λάρισα, νομίζω ότι θα έβγαινα εκτός πλάνου σε ό,τι αφορά τις σπουδές μου. Και η πληροφορική είναι ένας τομέας με τον οποίον θέλω να ασχοληθώ εφόσον δεν συνεχίσω στο μπάσκετ, όταν ολοκληρώσω την πορεία μου», απάντησε ο ίδιος προτού προχωρήσει σε μια μορφή ενδοσκόπησης.

«Τα μέλη της τωρινής διοίκησης αντιλήφθηκαν γρήγορα τι επιφέρει μια αλλαγή. Μας έδωσαν σιγουριά και, κυρίως, μας δήλωσαν την πίστη τους. Στην ψυχολογία ενός παίκτη αυτό είναι πραγματικά σπουδαίο»

«Στα χρόνια που αγωνίζομαι στις μικρότερες κατηγορίες δεν έχει τύχει προπόνηση στην οποία να μην πήγα με κίνητρο. Δεν ένιωσα βαρεμάρα αλλά την ένταση της καθημερινότητας. Αυτό είναι σπουδαίο για τον ψυχισμό ενός παίκτη. Σε όσες ομάδες αγωνίστηκα είτε κατάφεραν το στόχο του Πρωταθλητισμού είτε έφτασαν κοντά σ’ αυτόν», είπε και εξήγησε σχετικά με τις μεγάλες αποστάσεις που χωρίζουν τις δύο κατηγορίες: «Νομίζω ότι η βασική διαφορά μεταξύ Α1 και Α2 είναι οι ξένοι παίκτες. Φέρνουν αθλητικότητα, το απρόβλεπτο και διαφορετικό ταλέντο σε σχέση με τους Έλληνες. Κακά τα ψέματα, πλέον οι ξένοι παίζουν καταλυτικό ρόλο στις ομάδες. Καλύπτουν το μισό rotation. Και οι Έλληνες κάνουν τη διαφορά, κυρίως όμως η ποιότητα των ξένων. Υπάρχουν Έλληνες οι οποίοι θα μπουν στο γήπεδο έχοντας την υποχρέωση να βάλουν τα τρία-τέσσερα σουτ που θα βγουν γι’ αυτούς. Είναι εντελώς διαφορετική η ψυχολογία του σουτέρ όταν κυριαρχεί το “πρέπει”. Ως ένα βαθμό, ο Έλληνας δεν δικαιούται να κάνει ένα κακό παιχνίδι, ίσα-ίσα που υποχρεούται να έχει ακρίβεια. Νομίζω ότι δεν ισχύει το ίδιο για τους ξένους».
Κι αφού οι αγωνιστικές συνθήκες είναι αυτές που ανέφερε και φυσικά δεν αμφισβητούνται, μπήκε και στο οικονομικό. «Αυτές οι συνθήκες παίζουν ρόλο στην επιλογή της Α2 από συγκεκριμένους Έλληνες παίκτες. Το ίδιο ισχύει όμως και με το οικονομικό. Στην Α1 δύσκολα θα δεις έναν Έλληνα παίκτη να ηγείται μιας προσπάθειας. Προφανώς υπάρχουν αυτοί που διαθέτουν την προσωπικότητα και
την ικανότητα για να το κάνουν»
.

«Στον Ηρακλή έκανα χειραψία με δέκα διαφορετικούς προπονητές»

Τελικά, είναι απωθημένο η Α1; Ο ίδιος δεν νιώθει έτσι, αν και -μεταξύ μας- ένα αγκάθι σίγουρα θα υπάρχει στην ψυχή. «Όχι, δεν είναι. Πάντα κατευθύνομαι από το κίνητρο του να παίξω κάπου καλύτερα. Στη μέχρι στιγμής πορεία μου, νομίζω ότι κάθε χρόνο ανέβαινα σε κάτι πηγαίνοντας σε ομάδες με πίεση. Στον Ηρακλή υπάρχει η απαίτηση του κόσμου, της διοίκησης αλλά και η ιστορία του club. Κάθε ματς είναι τελικός και πρέπει να κερδίσεις ανεξαρτήτων συνθηκών. Όταν δεν επιτυγχάνεται ένας στόχος, αυτό που μένει είναι μόνο οι ήπες». Παρεμπιπτόντως, ο Ηρακλής είναι η ομάδα στην οποία έμεινε περισσότερο από κάθε άλλη, καθώς η φετινή χρονιά ήταν η τρίτη συνολικά. Μία τριετία γεμάτη απρόοπτα, αλλαγές, ειδικά η πρώτη χρονιά έχει μείνει στο μυαλό του. «Είχα πάει να κλείσω στην Ολλανδία (2022), στην Τσβόλε, αλλά όταν έφτασε η στιγμή υπογραφής του συμβολαίου, διαπίστωσα ότι αυτό δεν ήταν εγγυημένο. Τότε προέκυψε ο Ηρακλής με μια δελεαστική πρόταση. Είναι η χρονιά που η ομάδα στήθηκε κυριολεκτικά στο πόδι. Κάναμε την πρώτη μας προπόνηση στις 5 Οκτωβρίου και δύο ημέρες αργότερα ξεκίνησε το Πρωτάθλημα. Ακόμη όμως και υπό αυτές τις συνθήκες, η υποχρέωση της νίκης δεν άλλαξε. Θυμάμαι ότι μετά τις καθιερωμένες χειραψίες, ως αρχηγός της ομάδας, ο Δημήτρης Χαριτόπουλος μιλώντας σε όλους επανέλαβε αυτή την υποχρέωση. Δουλέψαμε πάνω σε δύο-τρία συστήματα για να μην παρουσιαστούμε εντελώς απροετοίμαστοι, κάναμε και scouting. H πρεμιέρα ήταν στην Ερυθραία, κι όταν μπήκαμε για προθέρμανση, είδαμε εκατοντάδες φίλους της ομάδας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Χάσαμε πέντε-έξι πόντους στο τέλος και στην πραγματικότητα ήταν αδύνατο να νικήσουμε. Δεν είχαμε σωστή επικοινωνία και οι αποφάσεις που πήραμε ήταν λανθασμένες. Μετά κάναμε επτά σερί νίκες, αλλά στην εξέλιξη της χρονιάς φάνηκε ξεκάθαρα η έλλειψη προετοιμασίας». Η φετινή τρίτη απόπειρα για άνοδο είχε happy end. «Θεωρώ ότι από τις φετινές ομάδες της Α2, ο Ηρακλής μαζί με τη Μύκονο ήταν οι ομάδες με τις περισσότερες προσωπικότητες. Βρεθήκαμε σε δύσκολη θέση έπειτα από τις ήπες στις πρώτες τρεις αγωνιστικές, αλλά αν δούμε τι συνέβη συνολικά στη σεζόν, αυτό που έγινε, είναι επίτευγμα. Άλλες ομάδες βασίστηκαν στη σταθερότητα προσώπων και καταστάσεων. Στον Ηρακλή υπήρξε αλλαγή διοίκησης, προπονητών και παικτών. Σε αυτές μπορεί να προσθέσει κανείς και την πίεση που προανέφερα. Στα τρία χρόνια που είμαι στον Ηρακλή υπήρξαν τρεις διαφορετικές διοικήσεις και συνεργάστηκα με δέκα διαφορετικούς προπονητές. Κακά τα ψέματα, οι μεγάλες αλλαγές προκαλούν αβεβαιότητα σε μια ομάδα. Αλλάζει η καθημερινότητα των παικτών, υπάρχει άγχος. Επικρατεί ο φόβος των αλλαγών. Ωστόσο, η διοικητική αλλαγή που έγινε φέτος στον Ηρακλή και εκ του αποτελέσματος- αποδείχθηκε εξαιρετική. Τα μέλη της τωρινής διοίκησης αντιλήφθηκαν γρήγορα το τι επιφέρει μια αλλαγή. Μας έδωσαν σιγουριά και, κυρίως, μας δήλωσαν την πίστη τους. Στην ψυχολογία ενός παίκτη αυτό είναι πραγματικά σπουδαίο.»

Αστειευόμενος παραδέχθηκε ότι ως παίκτης του Ηρακλή «έκανα χειραφίες με δέκα διαφορετικούς προπονητές» και ενδεχομένως να ξεχασε κάποιον στο μέτρημα. Σίγουρα δεν θα ξεχάσει τη χειραψία με τον Γιώργο Σιγάλα, γιατί με τον πηγαιμό του στον Ηρακλή άλλαξε και ο αέρας. «Ο Γιώργος Σιγάλας έδωσε την αύρα του νικητή μέσα από την προσωπικότητά του. Μπήκε στην ομάδα και εξήγησε στον καθένα τι θέλει ακριβώς από αυτόν. Από την πρώτη μέρα μας είπε στη όταν αναγκαίο να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι στο παιχνίδι μας Στην πραγματικότητα, αυτό άλλαξε στο μικρό διάστημα της παρουσίας του. Κι από τη στιγμή που το ταλέντο ήταν αδιαμφισβήτητο, γι’ αυτό κερδίσαμε τόσο εύκολα στο Φάιναλ Φορ».

«Δεν νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ αυτό που μας είπε ο Σιγάλας στην πρώτη μας συνάντηση»

Αυτό που οι Αμερικανοί λένε… refuse to lose και υιοθετήθηκε στο χωριό μας, οι παλιότεροι το έλεγαν «δεν θα με κερδίσεις». Κάτι τέτοιο είπε και ο «Ράμπο» του ελληνικού μπάσκετ όταν πρωτοσυνάντησε τους παίκτες του στο Ιβανώφειο. «Ο Σιγάλας μού ζήτησε να είμαι απλά ο εαυτός μου και να περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Κατάλαβα ότι εννοούσε στο Φάιναλ Φορ. Θυμάμαι ότι στο πρώτο βίντεο που κάναμε, μας είπε ένα πράγμα. “Μην επιτρέψετε στον αντίπαλο να διανοηθεί ότι μπορεί να σας κερδίσει”. Διέκοπτε τις προπονήσεις ακόμη κι όταν ένας συμπαίκτης περνούσε έναν άλλον στο ένας εναντίον ενός, καθώς το θεωρεί αδυναμία. Δεν του όρεσε στο πέντε εναντίον πέντε να βλέπει την αμυνόμενη ομάδα να δέχεται εύκολα καλάθια. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τη σημασία των κινήσεών του, αλλά αν δει κανείς την αμυντική συμπεριφορά της ομάδας στο Φάιναλ Φορ θα καταλάβει. Γιατί πέραν του περιορισμού των αντιπάλων, μέσα από την άμυνα ανεβάσαμε και τον μέσο όρο παραγωγικότητας στην επίθεση», εξήγησε και κατέληξε στον έμπειρο τεχνικό ο οποίος θα κατευθύνει τον Ηρακλή στην Basketleague. «Νομίζω ότι ο Γιώργος Σιγάλας ήταν το πρόσωπο που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στην ομάδα. Στο περσινό Φάιναλ Φορ και στον αγώνα με τον Πανιώνιο ο κόσμος είχε εξίσου εντυπωσιακή παρουσία όπως στην Καρδίτσα. Αυτό που πρέπει να διαχειριστεί ένας αθλητής, είναι η πίεση. Είναι παιχνίδια στα οποία απαγορεύεται το λάθος. Νιώθω ότι με τα λόγια του μ’ έκανε να νιώθω πιο ισχυρός», είπε και αναφέρθηκε στον συγκάτοικό του, τον Νώντα Παπαντωνίου. «Με τον Νώντα ζήσαμε ωραίες στιγμές. Γνωριζόμασταν από την πρώτη θητεία του στον Ηρακλή. Ήμασταν δωμάτιο φέτος, είναι παιδί με έμφυτο χιούμορ. Από την ημέρα που ήρθε, ο Νώντας έφερε πιο κοντά την ομάδα θα έλεγα ότι έκανε τους πάντες να πιστέψουν περισσότερα στο στόχο και ο ρόλος του ήταν καταλυτικός στο Φάιναλ φορ. Φάνηκε η εμπειρία του στη διαχείριση καταστάσεων».

«Δεν είναι ίδια όλα τα σουτ»

Στην πραγματικότητα, αυτό φάνηκε στο Φάιναλ Φορ, καθότι σε παιχνίδια που «καίνε» δεν είναι τόσο απλό να σουτάρει κανείς με ποσοστό περί του 50% από μακρινή απόσταση. Αυτό εξάλλου είναι το κύριο χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του. «Όταν ήμουν μικρός παρακολουθούσα τον Ματσιγιάουσκας. Απίστευτος σουτέρ Οι τραυματισμοί σημάδεψαν την καριέρα του και θα έλεγα ότι την επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό. Μετά λάτρεψα το στυλ παιχνιδιού του Αλεξέι Σβεντ, ο οποίος ήταν απρόβλεπτος αλλά και τεράστια προσωπικότητα. Δεν φοβόταν τις ευθύνες, ίσα-ίσα που τις έψαχνε απελπισμένα».

Κι έτσι η κουβέντα οδηγήθηκε στα σουτ και στην καθιερωμένη ερώτηση περί του αριθμού αυτών που πρέπει να κάνει ένας παίκτης στη διάρκεια της προετοιμασίας. «Το σουτ είναι θέμα ταλέντου. Νομίζω ότι είναι έμφυτο. Αναγνωρίζεις την απόσταση κι εκεί μετρά το ταλέντο. Ωστόσο, δεν είναι ίδια όλα τα σουτ. Καμιά φορά βλέπω κλασικούς σουτέρ να μην μπορούν να τελειώσουν μια φάση γιατί νωρίτερα… έφαγαν πολύ ξύλο Κι έτσι, όταν έφτασαν στο σημείο εκτέλεσης, ήταν εξαντλημένοι. Γι’ αυτόν το λόγο τα ποσοστά δεν λένε πάντα την αλήθεια. Μετρούν περισσότερο οι συνθήκες υπό τις οποίες σουτάρει ένας παίκτης. Δουλεύοντας αποκτάς αυτοπεποίθηση και προσπαθείς να είσαι έτοιμος. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, εξαρτάσαι από τους συμπαίκτες σου. Από τον τρόπο με τον οποίον θα δουλέψει η ομάδα για τη δική σου αποδέσμευση, την αποτελεσματικότητα των σκριν… είναι πολλά. Υπάρχει το στερεότυπο των 400-500 σουτ την ημέρα. Νομίζω ότι αυτή η προσέγγιση είναι λανθασμένη. Το καλοκαίρι εστιάζοντας στις προπονήσεις ατομικής βελτίωσης, προφανώς είναι απαραίτητες κάποιες εκατοντάδες μακρινών σουτ. Στη διάρκεια της χρονιάς όμως, πρέπει να προσαρμοστείς στο στυλ παιχνιδιού της ομάδας και στην τακτική που θα ακολουθήσει. Αν μια ομάδα συνηθίζει να αφήνει τα σουτ πίσω από το σκριν ή πάνω σε κίνηση, τότε θα πρέπει να δουλέψεις πάνω στη συγκεκριμένη τακτική. Δεν υπάρχει manual για το πώς πρέπει να δουλεύεις στα σουτ».

«Το τρίποντο έγινε απαραίτητο γιατί οι ομάδες θέλουν περισσότερες κατοχές»

Κι έτσι πήγαμε στην τωρινή κατάσταση όπου οι ομάδες επιχειρούν περισσότερα τρίποντα απ’ ό,τι δίποντα. Για τους προπονητές της παλιάς σχολής, τούτο δεν ήταν απλά απαγορευτικό αλλά λόγος απόλυσης. Σήμερα, όλα έχουν αλλάξει. «Το τρίποντο δίνει ρυθμό και αυτοπεποίθηση. Υποσυνείδητα, υποχρεώνει μια ομάδα να προ-σαρμόσει ή να αναπροσαρμόσει την άμυνά της. Το τρίποντο ανοίγει χώρους. Όταν μια ομάδα “παίρνει” το πρώτο διαθέσιμο, αυτομάτως αναγκάζει τον αντίπαλο να μαρκάρει τα πάντα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο σύγχρονο μπάσκετ πρέπει να σουτάρουν όλοι από μακρινή απόσταση. Η λογική των περισσοτέρων ομάδων είναι να κλείσουν τη ρακέτα. Αν εκεί διαθέτεις το μακρινό σουτ, αυτομάτως καταστρέφεις την αμυντική λογική του αντιπάλου. Το τρίποντο έχει να κάνει επίσης και με τις κατοχές. Η προσέγγιση των αγώνων έχει αλλάξει, όπως και η στατιστική. Αν μια ομάδα είναι αποτελεσματική σε παιχνίδι πολλών κατοχών, για να τις αυξήσει, θα προσπαθήσει να προσθέσει ταχύτητα στο παιχνίδι κι εκεί θα πάει στην επιλογή του μακρινού σουτ, για να παρασύρει και τον αντίπαλο».

Η αφίσα που υπάρχει μέσα στο τεύχος του περιοδικού

Author

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *